Ερείπια και αναστηλώσεις: Προβλήματα ερμηνευτικής ανακατασκευής στην αιγαιακή αρχαιολογία
Γ. Χαμηλάκης - Ν. Momigliano (επιμ.)
Αρχαιολογία και ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Παράγοντας και καταναλώνοντας τους «Μινωίτες»
μτφρ.: Νίκος Κούτρας
Εκδόσεις του 21ου, σ. 384, ευρώ 31,65
Τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια (εν πάση περιπτώσει, μετά τη δεκαετία του 1970), όσο οι θετικές επιστήμες και οι τεχνολογικοί κλάδοι προελαύνουν με διαρκώς αυξανόμενη ορμή και αυτοκατάφαση, οι λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου μοιάζουν να βυθίζονται σε ατέρμονη αυτοανασκόπηση και αυτοκριτική. Τρώνε τις σάρκες τους, θα μπορούσε να πει κανείς, εάν ήθελε να είναι δραματικός, πράγμα που ενδεχομένως αυξάνει από μια πλευρά την αυτοσυνειδησία τους, από την άλλη, όμως, μοιραία αποδυναμώνει την ικανότητά τους να συγκροτούν συνεκτικές αφηγήσεις νοηματοδότησης του παρόντος, τις οποίες η κοινωνία χρειάζεται και ζητάει απ' αυτές. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι το έργο της αυτοκριτικής είναι περιττό· τουναντίον, θα έπρεπε να είναι αφετηριακό σημείο κάθε κοινωνικοϊστορικού αναστοχασμού, που στο πεδίο των θεσμοποιημένων λόγων επιτελεί ένα απαραίτητο εναρκτήριο καθήκον: αυτό που ονομάζουμε ιδεολογική κριτική, δηλαδή κριτική των ιδεολογικών επιστρώσεων, από τις οποίες καμία επιστημονική αγόρευση δεν είναι απαλλαγμένη. Ολα εξαρτώνται όμως από το πόσο διατεθειμένοι είμαστε ν' αναγνώσουμε καθαρά ένα ίζημα πραγματικού, το οποίο απελευθερώνεται με αυτόν τον τρόπο, που προϋποτίθεται όλων των ερμηνειών μας και συνιστά το πεδίο δοκιμασίας τους.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές μάς δίνει ο παρών συλλογικός τόμος, καρπός ενός ερευνητικού εργαστηρίου πάνω στην κρητική αρχαιολογία, που οργανώθηκε από τους επιμελητές, με τη βοήθεια του Filippo Μ. Carinci, στη Βενετία, μεταξύ 25 και 27 Νοεμβρίου του 2005. Ανάμεσα στους προσκεκλημένους περιλαμβάνονται αρχαιολόγοι (Γ. Χαμηλάκης, Ν. Momigliano, F. Blakolmer, Ρ. Militello, C. Morris, Α. Sherrat, L. Sjogren, J. Whitley, Α. Σημανδηράκη), κοινωνικοί ανθρωπολόγοι (Ρ. Duke), προϊστοριολόγοι (V. La Rosa), ιστορικοί (Φ. Κάραμποτ, C. Gere), επιμελητές αρχαιοτήτων (Κ. Lapatin, Ε. Σολομών) και ελληνιστές (F. Beaton, D. Roessel). Είναι οι συγγραφείς των 16 κειμένων του τόμου. Δεν πρόκειται όμως για ένα συνηθισμένο επιστημονικό συνέδριο, αυτό που φέρνει στον νου κάποιου ο τίτλος «Κρητική αρχαιολογία». Η πρόθεση των διοργανωτών, που βρίσκει πρόθυμη ανταπόκριση στις συμβολές των μετεχόντων, όπως διαπιστώνει κανείς αμέσως περιτρέχοντας τα κείμενα, είναι αυτό που λέμε «αποδομητική»: αντικείμενό του είναι όχι ακριβώς η Κρήτη της εποχής του Χαλκού, η λεγόμενη «Μινωική», αλλά η κατασκευή του μινωικού παρελθόντος μέσα από τις προϊδεασμένες ανασυστάσεις εκ μέρους των πρωταγωνιστών της θρυλικής ανακάλυψής της, και πρωτίστως του Αρθουρ Εβανς. Σημαντική συμβολή σε αυτή την κατασκευή είχαν, βεβαίως, και οι Ελληνες λόγιοι, από την ακαδημαϊκή συντεχνία που υποδέχτηκε την ανακάλυψη του Εβανς μέχρι τοπικούς παράγοντες, οι οποίοι διαχειρίστηκαν -και διαχειρίζονται- αυτή τη συγκεκριμένη εκδοχή παρελθόντος.
Μια και δεν έχω εδώ τον χώρο να εκθέσω την ειδική συμβολή καθενός από τους συγγραφείς, ας συνοψίσω το κεντρικό επιχείρημα που στηρίζεται σε διάφορες όψεις του από τα κείμενα του τόμου. Ο κρητικός πολιτισμός της εποχής του Χαλκού που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη ήταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ένας πολιτισμός πολύ διαφορετικός από τον κλασικό ελληνικό, με σαφέστατα ανατολικά στοιχεία. Ο ίδιος ο Εβανς, αντι-κλασικιστής εκ πεποιθήσεως, υπερτόνισε στις ανασυστάσεις του αυτή τη διαφορά, χρησιμοποιώντας αισθητικές επιρροές τής belle epoque, όπως το κυρίαρχο art nouvaux ύφος, κι επενδύοντας ιδεολογικά τις περιγραφές του με το φαντασιακό της μεγάλης ναυτικής αυτοκρατορίας (που ήταν στην πραγματικότητα η ιμπεριαλιστική Βρετανία). Ταυτόχρονα, το εύρημά του χαιρετίστηκε από τον ίδιο και τους συγχρόνους του ως ο «πρώτος ευρωπαϊκός πολιτισμός», δυνάμει μιας «ευρωπαϊκότητας» που ο ίδιος επέβαλε μέσα από τις ευφάνταστες ανασυστάσεις του και ήταν πρόσφορη για πολλών ειδών ρητορικούς και ιδεολογικούς χειρισμούς.
Η υπαγωγή αυτού του πολιτισμού -για τον οποίον η ίδια η ονομασία «μινωικός» από τ' όνομα του μυθικού βασιλέα είναι καταχρηστική, υποβάλλοντας μια δυναστική αντίληψη, η οποία δεν τεκμηριώνεται επαρκώς από τα δεδομένα- στην ελληνική Ιστορία ως εναρκτήριο κεφάλαιό της συμπληρώθηκε από τις αξιώσεις του ελληνικού εθνικισμού, αλλά και από τις τοπικές πολιτικές βλέψεις μιας Κρήτης, η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα διεκδικούσε την ένωση με την Ελλάδα και, κατ' αντίστροφη έννοια, τη μεγιστοποίηση των αποστάσεων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο πλαίσιο αυτής της κατασκευής αποσιωπήθηκαν οι ενδείξεις περί κρητικών ανθρωποθυσιών, παραβλέφθηκε η μη ελληνική γλώσσα της Γραμμικής-Α και οι πιθανότατα ασιατικές ρίζες του λαού που τη μιλούσε, παρακάμφθηκαν αμήχανα όσα στοιχεία ήταν ασύμβατα με την «ελληνικότητα» των Μινωιτών και τα τολμηρά ανακατασκευασμένα σύμβολα του πολιτισμού τους εμβολιάστηκαν σε μια εθνική αφήγηση και χρήση που φτάνει σαφώς μέχρι την εμπορική και τουριστική διαφήμιση.
Οι κριτικές αυτές είναι εξαιρετικά βάσιμες κατά την κεντρική τουλάχιστον επιχειρηματολογική τους γραμμή και η επισήμανσή τους είναι ένα πολύτιμο βήμα για όποιον θέλει ν' ασχοληθεί σοβαρά με την προϊστορική Κρήτη. Διαφαίνεται όμως μία υπερκριτική διάθεση -οπωσδήποτε κυμαινόμενη στα διάφορα άρθρα-, η οποία καταχρώμενη την έννοια της «κατασκευής» τείνει να την εφαρμόζει εξίσου σε διαμετρικές υποθέσεις, με τίμημα να ραγίζει εσωτερικά το ίδιο το κριτικό επιχείρημα. Για παράδειγμα: «κατασκευή» είναι η συνέχεια ανάμεσα στον κρητικό και στον ελληνικό πολιτισμό (Χαμηλάκης, σελ. 197-219· Σημανδηράκη, σελ. 374-5), αλλά και η αντιπαράθεση εν είδει πολικών αντιθέτων Μινωιτών και Μυκηναίων (Roessel, σελ. 269-82) ή, ευρύτερα, ινδοευρωπαϊκών και προ-ινδοευρωπαϊκών λαών (Sherratt, σελ. 148-55)· «κατασκευή» είναι η υπόθεση μιας ιεραρχημένης δυναστικής κοινωνίας (Duke, σελ. 111, 116), αλλά και η φαντασίωση ενός πολιτισμού ειρηνόφιλου και κοινωνικά εξισωτικού (Roessel, σελ. 269-73)· «κατασκευή» είναι η μητριαρχική μυθολογία που προβάλλει αναδρομικά νεωτερικές ιδέες περί σεξουαλικής ελευθερίας και γυναικείας χειραφέτησης (Gere, σελ. 285-298 passim), αλλά και η πουριτανική επικέντρωση στα μητρικά στοιχεία της Θεάς (κατά το μονοθεϊστικό πρότυπο και στο πνεύμα της βικτοριανής εξύμνησης της οικογένειας) εις βάρος των σεξουαλικών της στοιχείων (Morris, σελ. 90-100). Ο Fritz Blakolmer, πάντως, από την πλευρά του, προειδοποιεί ότι πολλές από τις αμφισβητούμενες ανακατασκευές ενδέχεται να είναι πιο κοντά στο πρωτότυπο απ' όσο οι περισσότεροι επικριτές τους υποστηρίζουν, ενώ μια προσεκτικότερη εξέταση των λεπτομερειών δείχνει ότι πολλές πιθανολογούμενες επιρροές στην αναστηλωτική εργασία από νεωτερικά ύφη και ρεύματα μπορεί να αποκαλύπτουν στην πραγματικότητα αυθεντικές συμπτώσεις και αντιστοιχίες (σελ. 302-22).
Παρακάμπτω αναγκαστικά ένα σωρό άλλες ενδιαφέρουσες επισημάνσεις που συναντάει σποράδην κανείς στα κείμενα του τόμου, επειδή μ' ενδιαφέρει πρωτίστως να τονίσω με την ευκαιρία ένα ζήτημα αρχής: ο αποδομητικός άνεμος που πνέει τα τελευταία τριάντα χρόνια στις επιστήμες του ανθρώπου δεν πρέπει να θεωρείται ταυτόσημος με την κριτική της ιδεολογίας (παρότι κάποιες φορές εφαπτομενικά είναι)· συχνότερα γίνεται, στον επιστημολογικό του δογματισμό και στην προσποιητή του αξιακή ουδετερότητα, μια αντεστραμμένη εκδοχή του επιστημονικού θετικισμού. Υπάρχει όντως μια Κρήτη της εποχής του Χαλκού, την οποία έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, όπως κι αν θέλησαν να την ερμηνεύσουν αρχαιολόγοι, ιστορικοί και φιλόλογοι (και το πώς θέλησαν να την ερμηνεύσαν είναι επίσης αντικείμενο προς συζήτησιν). Το σε τελεταία ανάλυση ερώτημα, όμως, είναι: Τι μας μαθαίνουν όλες τούτες οι κοπιώδεις εργασίες γι' αυτή την Κρήτη; Προχωρούν όντως κατά τι σημαντικό τις γνώσεις μας για το προελληνικό Αιγαίο και την πρώιμη χαλκοκρατία απ' το σημείο που τις έφεραν, ας πούμε, ο George Thomson, οι ριτουαλιστές του Κέμπριτζ ή ο Vir Gordon Child; Γι' αυτό ακριβώς είναι που αμφιβάλλω.